- φουριόζικος
- -η, -ο, Ν [φουριόζος]1. (για πρόσ.) φουριόζος2. (για ενέργεια) εσπευσμένος, βιαστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουριόζικος — η, ο βιαστικός, ορμητικός, ανυπόμονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουριόζος — α, ο (λ. ιταλ.) 1. φουριόζικος (βλ. λ.). 2. ευέξαπτος, αυτός που οργίζεται εύκολα, θυμωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)